κατεπίθυμος

κατεπίθυμος
κατεπίθυμος, ον very eager, desirous (Jdth 12:16 κ. τοῦ συγγενέσθαι μετʼ αὐτῆς) w. inf. foll καθίσαι Hv 3, 2, 2 v.l. W. gen. τοῦ θεάσασθαι 3, 8, 1.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατεπίθυμος — κατεπίθυμος, ον (Α) αυτός που επιθυμεί κάτι σφοδρά («καὶ ἦν κατεπίθυμος τοῡ συγγενέσθαι μετ αὐτῆς», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπί θυμος «πλήρης επιθυμίας»] …   Dictionary of Greek

  • κατεπίθυμος — very eager masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • κατεπιθυμώ — κατεπιθυμῶ, έω (Α) [κατεπίθυμος] (επιτ. τ. τού επιθυμώ) επιθυμώ πολύ, έχω σφοδρή επιθυμία …   Dictionary of Greek

  • κατεπιθύμητος — κατεπιθύμητος, ον (Α) 1. πολύ επιθυμητός, περιπόθητος 2. κατεπίθυμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι θύμ ιος «επιθυμητός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”